κυριλλικός

κυριλλικός
-ή, -ό και κυρίλειος, -α, -ο [Κύριλλος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κύριλλο, τον Έλληνα ιεραπόστολο που, μαζί με τον αδελφό του Μεθόδιο, δίδαξαν το Ευαγγέλιο και θεμελίωσαν τον χριστιανισμό στον σλαβικό κόσμο
2. φρ. «κυριλλικό αλφάβητο» — αλφάβητο που επινοήθηκε από τον Κύριλλο και βελτιώθηκε από τον Μεθόδιο για τη γραφή τής γλώσσας τών Σλάβων και είχε ως βάση την ελληνική μεγαλογράμματη καλλιτεχνική γραφή τού 9ου αιώνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κυρίλλειος — α, ο βλ. κυριλλικός …   Dictionary of Greek

  • κυρίλλειος — κυρίλλειος, α, ο και κυριλλικός, ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αποδίδεται στον απόστολο των Σλάβων Κύριλλο: Οι Ρώσοι έχουν το κυρίλλειο αλφάβητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”